Aristoteleion

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

"Σλουθ" : μια κακιά στιγμή…

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
"Σλουθ" : μια κακιά στιγμή…

Λίγο πριν το τρίτο κουδούνι, μας ενημερώνουν ότι κατά τη διάρκεια της παράστασης ακούγονται πυροβολισμοί και θόρυβοι εκρήξεων, κάτι τέτοιο όμως δεν αναφερόταν πουθενά και αναρωτιέμαι, εφόσον χρειάζεται να μας επιστήσουν την προσοχή, μήπως θα έπρεπε οι θεατές να το γνωρίζουν από πριν ώστε να πάρουν την απόφαση παρακολούθησης ή μη της παράστασης;

Η παράσταση ξεκινάει και ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Άντριου Γουάικ, θριαμβολογεί για την ολοκλήρωση του 22ου μυθιστορήματός του με ήρωα τον Λόρδο Μέριντιου, έναν πολύ καλά εκπαιδευμένο αστυνομικό, ένα "σλουθ" όπως ονομάζουν οι βρετανοί τους ντετέκτιβ.

Τον Γουάικ επισκέπτεται ο Μίλον Τιντλ, εραστής της γυναίκας του, ο οποίος, γεμάτος τρακ απαντάει θετικά στην ερώτηση αν θέλει να παντρευτεί τη σύζυγο του συγγραφέα.

Τότε αρχίζει η δράση. Ένα παιχνίδι εξουσίας και ένας πόλεμος νεύρων ενάντια στον Μίλον. Έκδηλο είναι το διαφορετικό μορφωτικό υπόβαθρο των δύο ανδρών, όταν ο Τιντλ θέλει να ξεκαθαρίσει αν ο συνομιλητής του αναφέρεται στον Άμλετ «του Γκολντόνι» αλλά και η κοινωνική τους διαφορά, καθώς ο Γουάικ, για να πείσει τον Τιντλ να συμμετάσχει στο ‘παιχνίδι’ του, του τάζει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ακούγεται σε μορφή προοικονομίας η φράση πως «ο κεντρικός ήρωας βρέθηκε νεκρός στη μέση του γηπέδου» και σκηνοθετείται μία κλοπή.

Συνεχείς μεταμφιέσεις που όλες έχουν σκοπό να μειώσουν το στάτους του εραστή, όπως η Βοσκοπούλα που μπορεί να διαλέξει τον δρόμο της αρετής ή της ηδονής, αλλά και ο Κλόουν που είναι και αυτή που τελικά επιλέγεται για την ολοκλήρωση του παιχνιδιού. Εκρήξεις, πυροβολισμοί και ικεσίες μέχρι που στο δεύτερο μέρος της παράστασης, οι ρόλοι αντιστρέφονται και ο Γουάικ πρέπει να πείσει ότι δεν δολοφόνησε κανέναν.

Αποκαλύπτεται η φάρσα και οι δύο συμπαίκτες παίζουν πια επί ίσοις όροις, όμως τώρα, προσβάλλεται ευθέως ο ανδρισμός του ενός.

Περιγράφεται ένας βιασμός και το παιχνίδι της ταπείνωσης συνεχίζεται.

Άλλα σημαντικά θέματα που θίγονται μέσα στο έργο είναι η μοναξιά που φέρει ένας δυστυχισμένος γάμος και οι στερεότυπες ιδέες για τις γυναίκες που λέγονται δια στόματος Γουάικ: για την πολύ σπάταλη Μάργκαρετ την οποία «έφτιαξε, κράτησε και είναι δικιά του» παρ’ όλο που ο ίδιος δικαιολογείται να διατηρεί εξωσυζυγική σχέση με την Ίνγκριντ, «ένα συμπαθέστατο τσουλί». Τέτοιες στερεότυπες ιδέες φαίνεται να έχει και για τους Ιταλούς, αφού στον ιταλικής καταγωγής συμπαίκτη του σχολιάζει πως μόλις άκουσε για πλαστογραφία έσπευσε να συμφωνήσει.

Το ετερόκλητο και πολυσημικό σκηνικό της Έρσης Δρίνη, με κλασικά και σύγχρονα στοιχεία δηλώνει την πολυσχιδή προσωπικότητα του συγγραφέα Γουάικ αλλά και την πάλη με το εσωτερικό του παιδί, μέσα από τα παιχνίδια, τις κούκλες και τα λούτρινα που βρίσκονται στον χώρο. Με τον ίδιο τρόπο εκφράζεται και η μοναξιά ενός μεσήλικα άνδρα που νοιώθει τον χρόνο να του αφήνει το στίγμα του.

Τα κοστούμια και κυρίως οι μάσκες του ικανότατου Γιάννη Μετζικώφ απέδιδαν κάθε φορά το στάτους του ρόλου που τα ενδύεται και έδιναν το περιθώριο για κριτική στα πολιτικά αλλά και θρησκευτικά πρόσωπα και πράγματα, υπακούοντας στους ορισμούς του κειμένου, με τα κοστούμια του μοναχού Καπουτσίνου, του μέλους της Κου Κλουξ Κλαν και του αστυνομικού, ο οποίος αναφέρει πως «η κρατική βία δεν είναι βία», ατάκα που κάνει την παράσταση ιδιαίτερα επίκαιρη.

Ο Σωτήρης Χατζάκης και ο Δημήτρης Μυλωνάς, στους ρόλους του Άντριου Γουάικ και του Μίλον Τίντλ αντίστοιχα, με τις υποκριτικές τους δυνατότητες, ξεπέρασαν τα όποια εμπόδια χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν και υπηρέτησαν μία παράσταση που σε πολλά σημεία παίζει επικίνδυνα με τα όρια του γκροτέσκου.

Δυστυχώς, είχαν να αναμετρηθούν με μία πολύωρη παράσταση, που δεν κατάφερε να ανεβάσει επί σκηνής ένα θρίλερ μυστηρίου και λίγο πριν το δεύτερο μέρος είχε ήδη αρχίσει να κουράζει το κοινό.