Aristoteleion

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Οι Παίκτες | Φουλ του άσου σε αυτό το εκρηκτικό ανέβασμα της κωμωδίας του 19ου αιώνα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Οι Παίκτες | Φουλ του άσου σε αυτό το εκρηκτικό ανέβασμα της κωμωδίας του 19ου αιώνα

Φουλ του άσου σε αυτό το εκρηκτικό ανέβασμα της κωμωδίας του 19ου αιώνα, που αναδεικνύει τη γοητεία της απάτης και της παραπλάνησης μέσα από μια ιστορία χαρτοπαιξίας με συνεχείς ανατροπές.

Μια αξιοσημείωτα δεμένη ομάδα, δυναμιτιστική ενέργεια και πολύ κέφι χαρακτηρίζουν αυτό το ανέβασμα του έργου του Γκόγκολ: από την έναρξη ως το φινάλε, εφτά περφόρμερ/ηθοποιοί/μουσικοί είναι δοσμένοι και συντονισμένοι σε έναν εκρηκτικό ρυθμό. Ίσως γι’ αυτό επιλέχθηκε η συγκεκριμένη συνθήκη για το άνοιγμα και το κλείσιμο της παράστασης: ο lead singer/performer (Γιάννης Νιάρρος) παρουσιάζει στους θεατές, σαν σε φινάλε πανκ-ροκ συναυλίας, τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, τους άξιους συμπρωταγωνιστές του: Βασίλη Μαγουλιώτη, Ηλία Μουλά, Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, Χρήστο Στέργιογλου, Γιώργο Τζαβάρα, Γιώργο Μπουκαούρη. Θα μπορούσε να σημειωθεί ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το κείμενο και συνολικά η παράσταση είναι υπερσκηνοθετημένη: Ο Γιώργος Κουτλής έχει ντύσει το έργο με ευρήματα, καταλήγοντας σ’ ένα αποτέλεσμα φουλ του αυτοσχεδιασμού, της σωματικότητας και των κωμικών γκαγκ. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, όλο αυτό λειτουργεί στην εντέλεια, γι’ αυτό και αργά ή γρήγορα κυριεύει την πλατεία.

Στους "Παίχτες", συγκεντρώνονται σ’ ένα πανδοχείο τρεις κομπιναδόροι, τρεις "επαγγελματίες" απατεώνες χαρτοπαίχτες: ο ένας δρα μόνος του, οι άλλοι δύο ως ομάδα. Σύντομα αποφασίζουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με σκοπό να "γδάρουν" κάποιο αθώο θύμα, το οποίο βρίσκουν στο πρόσωπο ενός ηλικιωμένου άνδρα που περιμένει την εκταμίευση ενός δανείου. Έτσι προσκαλούν τον άπειρο και αφελή γιο του σε μια φιλική χαρτοπαιξία και τον πείθουν να ποντάρει το ποσό του δανείου, το οποίο, φυσικά, χάνει. Μόνο που στο δαιμόνιο έργο του Γκόγκολ τα πράγματα δεν τελειώνουν εδώ, η μπλόφα πάει σύννεφο, και το ποιος είναι τελικά ο μεγάλος νικητής της εξαπάτησης και του κέρδους αποκαλύπτεται στο ανατρεπτικό φινάλε.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η παράσταση ροκάρει: φουλ γκλαμ-ροκ αισθητική στα χτυπητά κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη), που φλερτάρουν παιχνιδιάρικα και με τις ρωσικές καταβολές του έργου, και συνεχής τροφοδότηση ενέργειας από τη μουσική (Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης), που λειτουργεί ως μετρονόμος πάνω στον οποίο συντονίζονται οι ηθοποιοί, υπογραμμίζει τη δράση, υποβάλλει ατμόσφαιρα, ανεβάζεi το κωμικό συναίσθημα και στέλνει το σκηνικό γεγονός στην πλατεία με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Ερμηνείες με κέφι, αστείρευτη ενέργεια και χιούμορ με το οτιδήποτε, π.χ. με τη ρωσική καταγωγή του έργου, που ο σκηνοθέτης γνωρίζει καλά λόγω της εκπαίδευσής του στη Ρωσική Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης, σε μια παράσταση που "φωνάζει" πως δεν έχει δημιουργηθεί απλώς πάνω σ’ αυτούς τους ηθοποιούς, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας παρέας που τη συνδημιούργησε με τους αυτοσχεδιασμούς, τις ιδέες και τις πλάκες της. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ενώ η σκηνική ένταση λειτουργεί ευεργετικά, π.χ. όσον αφορά το σκιτσάρισμα των προσώπων, σε άλλα σημεία σκεπάζει το έργο, καθώς αγνοεί τις αποχρώσεις του. Όμως δεν το προδίδει: κάτω από τα εφέ, τις μουσικές, τη σωματική υπερδιέγερση το απολαυστικό κείμενο του Γκόγκολ συνεχίζει να λάμπει.